Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βραχνάς
1 item total
βραχνάς ο [vraxnás] Ο1 : καθετί που προκαλεί έντονο άγχος, στενοχώρια, κατάθλιψη: Ο ~ των εξετάσεων. Tο οικονομικό πρόβλημα μού έγινε ~, εφιάλτης.

[< *βαρχνάς (μεταθ. του [r] για διευκόλυνση της άρθρ.) < μσν. βαρυχνάς (συγκ. του άτ. [i] ) < *βαρυφνάς < *βαρυ-υπνάς `με βαρύ ύπνο΄ (τροπή [pn > fn > xn] και αποβ. του ενός από τα δύο όμοια φων.) < βαρυ- + ύπν(ος) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go