Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραδύτητα
1 εγγραφή
βραδύτητα η [vraδítita] Ο28 : η ιδιότητα του αργού, ο ρυθμός που είναι αργότερος από τον κανονικό ή το συνηθισμένο· αργοπορία, καθυστέρηση: Οι εργασίες της βουλής προχωρούν με ~. Tα δημόσια έργα εκτελούνται με μεγάλη ~. || ~ αντιλήψεως.

[λόγ. < ελνστ. βραδύτης, αιτ. -ητα (αρχ. βραδυτής) (πρβ. μσν. βραδύτητα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες