Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βράκα
1 εγγραφή
βράκα η [vráka] Ο25 : είδος φαρδιού παντελονιού με πολλές πτυχές που δένει με ζώνη και φτάνει συνήθ. ως τα γόνατα ή και ως τον αστράγαλο: Kρητική / μακεδονίτικη / ποντιακή ~.

[ελνστ. βράκα < βράκαι < λατ. bracae (πληθ.) `παντελόνι των Κελτών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες