Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βράζω
1 εγγραφή
βράζω [vrázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. θερμαίνω ένα υγρό ώσπου να αρχίσει να αναταράζεται και να βγάζει φυσαλίδες: Πρώτα βράζουμε το νερό και μετά προσθέτουμε λίγο αλάτι. 2. βράζω κτ. α. (για φαγώσιμο) το κάνω κατάλληλο να φαγωθεί· (πρβ. μαγειρεύω): ~ πατάτες / χόρτα. Έβρασα μερικά αυγά για την εκδρομή. ~ κτ. σε χαμηλή / υψηλή θερμοκρασία. Nα ρωτήσεις το μανάβη αν τα χόρτα βράζονται ή τρώγονται ωμά. || (έκφρ.) να βράσω…, δεν υπολογίζω, περιφρονώ κπ. ή κτ.: Nα σε βράσω, δε σε έχω ανάγκη, μου είσαι αδιάφορος, άχρηστος. Nα βράσω τα λεφτά σου, δεν τα υπολογίζω, τα περιφρονώ. ΦΡ βράζει στο ζουμί* του. όλοι στο ίδιο / σε ένα καζάνι* βράζουμε. βράσε ρύζι* / όρυζα*. β. για καθαρισμό ή αποστείρωση: H νοικοκυρά έβρασε τα ασπρόρουχα, γιατί ήταν πολύ βρόμικα. Ο γιατρός ζήτησε μια βρασμένη σύριγγα. 3. (στο γ' πρόσ.) α. αναταράζομαι βγάζοντας φυσαλίδες κάτω από την επίδραση της θερμότητας: Tο νερό βράζει στους εκατό βαθμούς. Tο γάλα έβρασε και χύθηκε. β. βρίσκομαι σε κατάσταση ζυμώσεως: Ο μούστος βράζει. Ο ασβέστης βράζει. γ. (για τροφή) γίνομαι κατάλληλος για να φαγωθώ: Tο κρέας δεν έβρασε, είναι ακόμα σκληρό. 4. (μτφ.) α. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση, είμαι πολύ θυμωμένος, οργισμένος: ~ από το θυμό μου / το κακό μου. β. είμαι πολύ ζεστός, έχω υψηλή θερμοκρασία: Tο σπίτι βράζει. ~ στον πυρετό. || Tο στήθος βράζει, από δυνατό κρυολόγημα. γ. έχω μεγάλη ζωτικότητα, συνήθ. στη ΦΡ βράζει το αίμα κάποιου: Όταν ήμουν νέος, το αίμα μου έβραζε. δ. βρίσκομαι σε αναταραχή: Έβραζε ο Mοριάς τις παραμονές της επανάστασης. ΦΡ βράζει το καζάνι*. ε. υπάρχω σε αφθονία: Έβραζε η ψείρα στο κεφάλι του. H αγορά έβραζε απ΄ το ψάρι.

[ελνστ. βράζω < αρχ. βράσσω `κουνιέμαι έντονα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες