Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουνίσιος -α -ο [vunísxos] Ε4 : ANT καμπίσιος. 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο βουνό, ορεινός: Bουνίσια μονοπάτια / κατατόπια. 2. που κατάγεται από ορεινά μέρη, που κατοικεί σ΄ αυτά: Bουνίσιοι άνθρωποι, τίμιοι και αγνοί. Bουνίσιες πέρδικες. || (ως ουσ.) ο βουνίσιος, ορεσίβιος. 3. που παράγεται σε ορεινές περιοχές, που προέρχεται από αυτές: Bουνίσιο τσάι / μέλι. Bουνίσια χόρτα.
[βουν(ό) -ίσιος]