Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουλεύομαι
1 εγγραφή
βουλεύομαι [vulévome] Ρ5.1β : (λόγ.) σκέφτομαι.

[λόγ. < αρχ. βουλεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες