Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βλέννα
1 item total
βλέννα η [vléna] Ο25 : κάθε γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από διάφορους αδένες του σώματος των ανθρώπων και των ζώων. || το γλοιώδες έκκριμα της μύτης, η μύξα.

[λόγ. < αρχ. βλέννα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go