Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιώνω
1 εγγραφή
βιώνω [vióno] -ομαι Ρ1 : αποκτώ εμπειρία για κτ. ζώντας το προσωπικά, ζω κτ.: ~ μια κατάσταση / ένα γεγονός. Πώς βιώνουν οι νέοι τη διαδικασία ένταξής τους στην κοινωνία; Εμπειρίες / γεγονότα που βιώθηκαν τραυματικά.

[λόγ. < αρχ. βι(ῶ) -ώνω `περνώ τη ζωή μου΄ σημδ. γερμ. erleben]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες