Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βιοχημεία η [vioximía] Ο25 : επιστήμη που μελετάει τη χημική σύσταση και τα χημικά φαινόμενα στους ζώντες οργανισμούς.
[λόγ. < γαλλ. biochimie ή αγγλ. biochemistry < bio- = βιο- + chimie (chemistry) = χημεία]



