Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βιοτέχνης
1 item total
βιοτέχνης ο [viotéxnis] Ο10 : ο ιδιοκτήτης βιοτεχνίας: H κυβέρνηση υποσχέθηκε να ενισχύσει τους βιοτέχνες με δάνεια.

[λόγ. βιοτεχν(ία) -ης (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go