Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιογραφικός
1 εγγραφή
βιογραφικός -ή -ό [vioγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βιογραφία, που σχετίζεται μ΄ αυτήν: Bιογραφικά στοιχεία. Bιογραφικό λεξικό. Bιογραφικό σημείωμα, σύντομη βιογραφία που περιέχει στοιχεία της ζωής ή και της (επαγγελματικής, επιστημονικής, καλλιτεχνικής κτλ.) δραστηριότητας ενός προσώπου και ως ουσ. το βιογραφικό.

[λόγ. < γαλλ. biographique < biogra ph(e) = βιογράφ(ος) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες