Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βετεράνος
1 εγγραφή
βετεράνος ο [veterános] Ο18 : παλαίμαχος. 1. παλαιός, απόμαχος πολεμιστής: Θα παρελάσουν και οι βετεράνοι του μακεδονικού αγώνα. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που για μεγάλο χρονικό διάστημα ασχολήθηκε με κτ., το υπηρέτησε με συνέπεια και ως εκ τούτου θεωρείται έμπειρος και ικανός: ~ της πολιτικής / του θεάτρου / του σοσιαλισμού / της δημοσιογραφίας.

[λόγ. < ελνστ. βετερᾶνος < λατ. veteranus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες