Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βεραμάν
1 item total
βεραμάν [veramán] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανοιχτό πράσινο: Έβαψα τους τοίχους του δωματίου μου ~. || (ως ουσ.) το βεραμάν, το βεραμάν χρώμα: Δε μου αρέσει το ~, προτιμώ το σκούρο πράσινο.

[λόγ. < γαλλ. vert amande, με αποβ. του τελ. συμφ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go