Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεράντα
1 εγγραφή
βεράντα η [veránda] Ο25 : πλατύς εξώστης στεγασμένος ή όχι, που στηρίζεται συνήθ. σε κολόνες: Bγήκε στη ~ να πάρει λίγο αέρα. || στο ισόγειο των εξοχικών συνήθ. σπιτιών, μακρύς, στεγασμένος χώρος με κολόνες, που αποτελεί και την είσοδο του σπιτιού. βεραντούλα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. veranda `πλατύ, στεγασμένο μπαλκόνι΄ < αγγλ. verandah· βεράντ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες