Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βδελυρός
1 εγγραφή
βδελυρός -ή -ό [vδelirós] Ε1 : (λόγ.) που προξενεί αποστροφή, αηδία· σιχαμερός.

[λόγ. < αρχ. βδελυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες