Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαφή η [vafí] Ο29 : I1. χρωματισμός της επιφάνειας ενός αντικειμένου, που επιτυγχάνεται είτε βυθίζοντας το αντικείμενο σε χρωστικό διάλυμα είτε καλύπτοντας την επιφάνειά του με χρωστικές ουσίες· βάψιμο, μπογιάτισμα: ~ υφασμάτων / νημάτων / μαλλιών / ρούχων / αυγών. ~ τοίχου / σπιτιού / επίπλων / αυτοκινήτων. 2. η χρωστική ουσία με την οποία βάφεται κτ.· χρώμα, μπογιά: ~ υφασμάτων / αυγών / υποδημάτων / μαλλιών. Προσοχή στη ~!, για πρόσφατα χρωματισμένες επιφάνειες. II. κατεργασία μετάλλων που αποσκοπεί στη σκλήρυνσή τους.
[αρχ. βαφή]