Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασιλεύω
4 εγγραφές [1 - 4]
-εύω [évo] -ομαι : επίθημα ρημάτων παράγωγων συνήθ.: 1. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει, εκτελεί την ενέργεια που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (δεσμός - δεσμά) δεσμεύω· (λάθος) λαθεύω, (ταξίδι) ταξιδεύω, κάνω λάθος, κάνω ταξίδι. 2. από επίθετα ή γενικά από ονόματα που εκφράζουν ιδιότητα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος έχει ή αποκτά τις ιδιότητες που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή ενεργεί ώστε το αντικείμενο του ρήματος να αποκτήσει αυτές τις ιδιότητες: (άγριος) αγριεύω, (βασιλιάς) βασιλεύω, (γείτονας) γειτονεύω, (νόστιμος) νοστιμεύω, (πονηρός) πονηρεύω, (σύντομος) συντομεύω, (Tούρκος) τουρκεύω. || με τη σημασία της προσωρινής αντικατάστασης: (δήμαρχος) δημαρχεύω, (πρόεδρος) προεδρεύω, (κηδεμόνας) κηδεμονεύω, (πρωθυπουργός) πρωθυπουργεύω, είμαι στη θέση του δημάρχου ή του προέδρου κτλ., αντικαθιστώ το δήμαρχο ή τον πρόεδρο κτλ.

[αρχ., ιδιαίτερα συχνό, μετουσ. ρηματ. επίθημα -εύω: αρχ. βασιλ-εύς > βασιλ-εύω, φυτ-όν > φυτ-εύω]

βασιλεύουσα η [vasilévusa] Ο27 : η προσωνυμία της Kωνσταντινούπολης, ως πρωτεύουσας του βυζαντινού κράτους.

[λόγ. < μσν. βασιλεύουσα, ελνστ. θηλ. μεε. βασιλεύουσα του αρχ. ρ. βασιλεύω]

βασιλεύω [vasilévo] Ρ5.2α μπε. βασιλευόμενος στη σημ. I1 : I1. είμαι, γίνομαι βασιλιάς, ασκώ τη βασιλική εξουσία: Ο βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά. || Bασιλευόμενη δημοκρατία, για δημοκρατικό πολίτευμα στο οποίο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς. ANT αβασίλευτη: H Ελλάδα υπήρξε βασιλευόμενη δημοκρατία. ΦΡ ζει και βασιλεύει, ευτυχεί, είναι υγιής, περνάει καλά. 2. (μτφ.) επικρατώ, κυριαρχώ: Nεκρική σιγή βασίλευε στην αίθουσα. Στην οικογένειά μας βασιλεύει η αγάπη και η ομόνοια. H ψευτιά και η ατιμία βασίλευαν στη χώρα. ΠAΡ Στους τυφλούς* βασιλεύει ο μονόφθαλμος. ΦΡ διαίρει* και βασίλευε. II1. για τον ήλιο ή άλλο ουράνιο σώμα, εξαφανίζομαι κάτω από τη νοητή γραμμή του ορίζοντα· δύω1: Ο ήλιος θα βασιλέψει σε λίγο. ΦΡ βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από κούραση και νύστα. 2. (μτφ.) παρακμάζω και χάνομαι, συνήθ. στη ΦΡ βασίλεψε το άστρο του, έδυσε.

[I: αρχ. βασιλεύω· II: μσν. βασιλεύω, από τη σημ. του αορ. βασίλεψε ο ήλιος `έφτασε πια στα μεσούρανα και άρχισε να γέρνει΄]

συμβασιλεύω [simvasilévo] Ρ5.1α : μοιράζομαι τη βασιλική εξουσία με άλλον.

[λόγ. < ελνστ. συμβασιλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες