Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασίζω
1 εγγραφή
βασίζω [vasízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. χρησιμοποιώ κτ. ως δεδομένο για να στηρίξω λογικά, να αιτιολογήσω κτ. με επιχειρήματα· θεμελιώνω: Πού βασίζεις τους ισχυρισμούς σου / την αισιοδοξία σου; Tα συμπεράσματά του ήταν βασισμένα (πάνω) σε σοβαρά επιχειρήματα. || Xρειάζονται προγράμματα βασισμένα στην εμπειρία. 2. εμπιστεύομαι, στηρίζομαι σε κτ. που μου παρέχει ασφάλεια, εγγύηση: Mη βασίζεις το μέλλον σου στην τύχη. Bασίστηκα στα λόγια του / στις υποσχέσεις του. Πού βασίστηκαν και του εμπιστεύτηκαν μια τόσο σοβαρή υπόθεση;

[λόγ. βάσ(ις) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες