Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλσα
5 εγγραφές [1 - 5]
βάλσαμο το [válsamo] Ο41 : 1. αρωματικές ουσίες που παράγονται από φυτά ή με χημικές μείξεις και χρησιμοποιούνται: α. στη φαρμακευτική· φάρμακο (παυσίπονο). β. στην αρωματοποιία· άρωμα. 2. γενική ονομασία φυτών που παράγουν αρωματικές ουσίες. 3. (μτφ.) για καθετί που ευχαριστεί τις αισθήσεις ή ανακουφίζει τον πόνο, τη θλίψη: ~ το κρασί που ήπιαμε χτες. Tα καλά σου λόγια είναι ~ στη θλιμμένη μου ψυχή.

[λόγ. < αρχ. βάλσαμον]

βαλσάμωμα το [valsámoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαλσαμώνω· βαλσάμωση· (πρβ. ταρίχευση).

[βαλσαμώ(νω) -μα]

βαλσαμώνω [valsamóno] -ομαι Ρ1 : με ορισμένη τεχνική εμποδίζω τη σήψη, συντηρώ νεκρά σώματα ανθρώπων και κυρίως ζώων και πουλιών· (πρβ. ταριχεύω): Bαλσαμώνει πουλιά και τα πουλάει. Bαλσαμωμένα ζώα / πουλιά.

[βάλσαμ(ο) -ώνω]

βαλσάμωση η [valsámosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαλσαμώνω· βαλσάμωμα· (πρβ. ταρίχευση).

[λόγ. βαλσαμω- (δες βαλσαμώνω) -μα]

βαλσάρω [valsáro] Ρ6α : χορεύω βαλς.

[βαλς -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες