Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βίωση
1 item total
βίωση η [víosi] Ο33 : ο άμεσος και προσωπικός τρόπος που κάποιος ζει γεγονότα ή καταστάσεις.

[λόγ. < ελνστ. βίω(σις) `τρόπος ζωής΄ -ση σημδ. γερμ. Εrlebnis]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go