Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- βίζα η [víza] Ο25 : θεώρηση ή επικύρωση, από τις αρμόδιες αρχές, διαβατηρίων, πιστοποιητικών και ναυτιλιακών εγγράφων, που χρησιμοποιείται ως άδεια εισόδου και εξόδου μεταξύ χωρών: Για να ταξιδέψεις σε ορισμένες χώρες του εξωτερικού χρειάζεται να έχεις ~ στο διαβατήριο.
[αγγλ. visa < γαλλ. visa (στη νέα σημ.) < λατ. visa `πράγματα ιδωμένα΄]
- βιζαβί [vizaví] επίρρ. τοπ. : απέναντι, αντίκρυ.
[λόγ. < γαλλ. vis-à-vi]