Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βίγλα
2 εγγραφές [1 - 2]
βίγλα η [víγla] Ο25 : (παρωχ., λογοτ.) σκοπιά, παρατηρητήριο σε ψηλή θέ ση. || (επέκτ.) σκοπός, φρουρός.

[μσν. βίγλα < υστλατ. ρ. *viglare < λατ. vigilare `κάνω σκοπός΄, vigilia `φρουρά΄]

βιγλάτορας ο [viγlátoras] Ο5 : (παρωχ., λογοτ.) σκοπός, φρουρός, ειδικά αυτός που βρίσκεται σε παρατηρητήριο σε ψηλή θέση.

[μσν. βιγλάτορας < βιγλάτωρ, αιτ. -ορα < υστλατ. *viglator < λατ. vigilare, δες στο βίγλα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες