Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέλος
1 εγγραφή
βέλος το [vélos] Ο46 : 1. λεπτό, επίμηκες στέλεχος με αιχμή στο μπροστινό και φτερά στο πίσω άκρο, το οποίο εκσφενδονίζεται από το τόξο· σαΐτα: Πολεμούν ακόμα με τόξα και με βέλη. Οι Iνδιάνοι χρησιμοποιούσαν στις μάχες δηλητηριασμένα βέλη. Tα φτερά συντελούν στην ευστάθεια της τροχιάς του βέλους. 2. ό,τι έχει σχήμα που μοιάζει με βέλος: Tο ~ στην πινακίδα δείχνει υποχρεωτική πορεία δεξιά. H σωστή κατεύθυνση σημειώνεται με βέλη πάνω στο χάρτη. Tο ~ του ανεμοδείκτη στράφηκε προς το νότο. 3. (μτφ.) για ό,τι εκφράζει το βέλος ως αντικείμενο ή ως σύμβολο (ταχύτητα, διαπεραστικότητα, επιθετική διάθεση κτλ.): Tον χτύπησαν τα βέλη του έρωτα. Είναι άτρωτος από τα βέλη της συκοφαντίας. Tα βέλη του ομιλητή στράφηκαν κατά της κυβέρνησης. ΦΡ εξ οικείων τα βέλη, για πλήγμα που προέρχεται από πλευρά που θεωρείται οικεία, φιλική. πάρθιο* ~. 4. στο γραπτό λόγο χρησιμοποιείται ως σύμβολο (->, <-, <->) για να δηλώσει κυρίως συμπέρασμα, συνεπαγωγή, παραπομπή. βελάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. βέλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες