Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάλσαμο
1 εγγραφή
βάλσαμο το [válsamo] Ο41 : 1. αρωματικές ουσίες που παράγονται από φυτά ή με χημικές μείξεις και χρησιμοποιούνται: α. στη φαρμακευτική· φάρμακο (παυσίπονο). β. στην αρωματοποιία· άρωμα. 2. γενική ονομασία φυτών που παράγουν αρωματικές ουσίες. 3. (μτφ.) για καθετί που ευχαριστεί τις αισθήσεις ή ανακουφίζει τον πόνο, τη θλίψη: ~ το κρασί που ήπιαμε χτες. Tα καλά σου λόγια είναι ~ στη θλιμμένη μου ψυχή.

[λόγ. < αρχ. βάλσαμον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες