Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύλακας
1 εγγραφή
αύλακας ο [ávlakas] Ο5 & αύλακα η [ávlaka] Ο28 : 1.(λόγ.) το αυλάκι: Aρδευτικός ~. 2. (επιστ.) α. (ανατ.) για όργανο ή για μέρος οργάνου που έχει σχήμα αυλού. || Aύλακες του εγκεφάλου, οι σχισμές στην επιφάνεια του εγκεφάλου οι οποίες τον χωρίζουν σε λοβούς. β. (γεωλ.) ωκεάνια αύλακα, βύθισμα του θαλάσσιου πυθμένα με επίμηκες σχήμα.

[λόγ.: 1: αρχ. αsλαξ ὁ, αιτ. -ακα (πρβ. μσν. αύλακας μεγεθ. του αυλάκι)· 2α: σημδ. γαλλ. sillon· 2β: σημδ. αγγλ. trough· λόγ. < ελνστ. αsλαξ ἡ, αιτ. -ακα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες