Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αψιμαχία
1 item total
αψιμαχία η [apsimaxía] Ο25 : 1.ασήμαντη σύγκρουση ανάμεσα σε τμήματα αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων· μικροσυμπλοκή: Aψιμαχίες εμπροσθοφυλακών. Επί αρκετές ημέρες οι αντίπαλοι στρατοί περιορίστηκαν σε αψιμαχίες. 2. (μτφ.) για αναμέτρηση, φιλονικία ή εριστική συζήτηση: Aψιμαχίες στο δικαστήριο / στη βουλή.

[λόγ. < ελνστ. ἁψιμαχία, αρχ. σημ.: `λογομαχία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go