Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχός
1 εγγραφή
αχός ο [axós] Ο17 : (λογοτ., λαϊκότρ.) συγκεχυμένος, ακαθόριστος ή υπόκωφος ήχος: Ο ~ της τρικυμισμένης θάλασσας / της θύελλας / της μάχης.

[αρχ. ρ. ἠχῶ > μσν. αχώ (τροπή [i > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια θα, να και ανασυλλ. [na-ix > nax > n-ax] ), αχ(ώ) > -ός (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες