Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχός ο [axós] Ο17 : (λογοτ., λαϊκότρ.) συγκεχυμένος, ακαθόριστος ή υπόκωφος ήχος: Ο ~ της τρικυμισμένης θάλασσας / της θύελλας / της μάχης.
[αρχ. ρ. ἠχῶ > μσν. αχώ (τροπή [i > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια θα, να και ανασυλλ. [na-ix > nax > n-ax] ), αχ(ώ) > -ός (αναδρ. σχημ.)]