Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχνό
5 εγγραφές [1 - 5]
αχνογελώ [axnojeló] & -άω Ρ10.4α : (λαϊκότρ., λογοτ.) χαμογελώ ελαφρά.

[αχν(ός) -ο- + γελώ]

αχνός ο [axnós] Ο17 : 1.ο ατμός που αναδίδεται από ένα υγρό που βράζει ή από ένα φαγητό που είναι πολύ ζεστό: Ο ~ του καφέ / της σούπας. Θάμπωσαν τα τζάμια της κουζίνας από τους αχνούς. 2. ο αέρας της εκπνοής, συνήθ. όταν η ατμόσφαιρα είναι ψυχρή.

[< *αθνός < αθμός < αρχ. ἀτμός (σύγκρ. φάτνη > παχνί, λαχμός > λαχνός)]

αχνός -ή -ό [axnós] Ε1 : που το σχήμα ή το περίγραμμά του δε διακρίνεται, δεν ξεχωρίζει καθαρά, που μόλις διαφαίνεται: Aχνό βουνό / σύννεφο. Aχνό πρόσωπο. Aχνά χείλη, πολύ λεπτά. Aχνό χαμόγελο, αδιόρατο. || Aχνό φως. Aχνό πρωινό / ηλιοβασίλεμα. αχνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. αχνά ΕΠIΡΡ: Φέγγει / χαμογελάει ~. Kάτι προβάλλει ~ στο νου μου. αχνούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[επίθ. < ουσ. αχνός· αχν(ός) -ούτσικος]

αχνοφέγγω [axnoféŋgo] Ρ αόρ. αχνόφεξα, απαρέμφ. αχνοφέξει (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : για φως που μόλις αρχίζει να φαίνεται: Aχνοφέγγει η μέρα.

[αχν(ός) -ο- + φέγγω]

αχνόφωτος -η -ο [axnófotos] Ε5 : (λογοτ.) που είναι φωτισμένος αχνά, όχι έντονα.

[αχν(ός) -ο- + φωτ- (φως) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες