Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχαχούχα [axaxúxa] επιφ. : χρησιμοποιείται απολύτως ή με πρόταση για να σχολιαστεί ειρωνικά ή περιπαικτικά κάποια ενέργεια ή συμπεριφορά· άντε άντε: ~! πήραν τα μυαλά του αέρα. ~! δεν ξέρει τι λέει αυτός· είναι τελείως άσχετος.
[ηχομιμ.]