Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχαχούχα
1 εγγραφή
αχαχούχα [axaxúxa] επιφ. : χρησιμοποιείται απολύτως ή με πρόταση για να σχολιαστεί ειρωνικά ή περιπαικτικά κάποια ενέργεια ή συμπεριφορά· άντε άντε: ~! πήραν τα μυαλά του αέρα. ~! δεν ξέρει τι λέει αυτός· είναι τελείως άσχετος.

[ηχομιμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες