Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφότου
1 εγγραφή
αφότου [afótu] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει πράξη η οποία χρονικά προηγείται από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση, προσδιορίζοντας το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να ισχύει· από τότε που: Δεν τους ξαναείδε, ~ τελείωσαν τα μαθήματα. ~ παντρεύτηκαν, ξέκοψαν από την παρέα μας.

[ελνστ. ἀφότου < αρχ. φρ. ἀφ΄ ὅτου (γεν. της αρχ. αντων. ὅστις `αυτός που΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες