Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
αφορισμός 1 ο [aforizmós] Ο17 : εκκλησιαστική ποινή με την οποία ο χριστιανός αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για τα πολύ βαριά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε: Επιβάλλω / ακυρώνω έναν αφορισμό. ~ για ασέβεια προς την εκκλησία.

[ελνστ. ἀφορισμός]

αφορισμός 2 ο : σύντομη κρίση ή άποψη που διατυπώνει κάποιος με επιμονή χωρίς όμως τις απαραίτητες αποδείξεις: Mιλάει πάντα με αφορισμούς.

[λόγ. < αρχ. ἀφορισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες