Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαιρετική
2 εγγραφές [1 - 2]
αφαιρετική η [aferetikí] Ο29 : (γλωσσ.) πτώση της λατινικής, της σανσκριτικής και μερικών άλλων γλωσσών (φιλανδικής, ουγγρικής).

[λόγ. < ελνστ. ἀφαιρετική ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ἀφαιρετικός σημδ. (ελνστ.) λατ. ablativus]

αφαιρετικός -ή -ό [aferetikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αφαίρεση: Aφαιρετική σκέψη / μέθοδος, που χρησιμοποιεί την αφαίρεση. Aφαιρετική ικανότητα του νου. αφαιρετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀφαιρετικός `κατάλληλος για να απομακρύνει΄ σημδ. γαλλ. soustractif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες