Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοτέλεια
1 item total
αυτοτέλεια η [aftotélia] Ο27 : η κατάσταση και η ιδιότητα του αυτοτελούς: Πλήρης / σχετική ~. Tα συναισθήματα διατηρούν την αυτοτέλειά τους ακόμα και όταν συνενώνονται σε ένα ενιαίο ψυχικό φαινόμενο. H ~ των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.

[λόγ. < ελνστ. αὐτοτέλεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go