Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπειθαρχία
1 εγγραφή
αυτοπειθαρχία η [aftopiθarxía] Ο25 : η πειθαρχία που επιβάλλει κάποιος στον εαυτό του, με τη δική του θέληση και όχι από κάποια εξωτερική ανάγκη ή πίεση.

[λόγ. αυτο- + πειθαρχία μτφρδ. αγγλ. self-discipline ή γαλλ. autodiscipline (auto- = αυτο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες