Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτονόητος
1 εγγραφή
αυτονόητος -η -ο [aftonóitos] Ε5 : που για να τον αντιληφθεί ή να τον κατανοήσει κάποιος δεν απαιτείται καμιά προσπάθεια ή επεξήγηση· ευνόητος, ολοφάνερος, σαφής: Είναι αυτονόητο ότι κοιτάζει το συμφέρον του. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθείς να μας πείσεις για πράγματα αυτονόητα.

[λόγ. αυτο- + νοητ(ός) -ος μτφρδ. γερμ. selbstverständlich (διαφ. το ελνστ. αὐτονόητος `αποκλειστικά εννοιολογικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες