Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυτοκαταστροφή η [aftokatastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοκαταστρέφομαι: Tάσεις αυτοκαταστροφής.
[λόγ. αυτο- + καταστροφή μτφρδ. αγγλ. self-destruction]



