Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδιάθεση
1 item total
αυτοδιάθεση η [aftoδiáθesi] Ο33 : το δικαίωμα κάθε λαού να ρυθμίζει ελεύθερα το πολιτικό του μέλλον: Ο σεβασμός της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών ενισχύει την παγκόσμια ειρήνη.

[λόγ. αυτο- + διάθε(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. autodétermination (auto- = αυτο-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go