Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοβιογραφικός
1 εγγραφή
αυτοβιογραφικός -ή -ό [aftovioγrafikós] Ε1 : που ανήκει στην αυτοβιογραφία ή έχει σχέση με αυτήν: Aυτοβιογραφικό κείμενο / έργο. Aυτοβιογραφικές σελίδες.

[λόγ. < γαλλ. autobiographique < autobiograph(ie) = αυτοβιογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες