Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθωρεί
3 εγγραφές [1 - 3]
αυθωρεί [afθorí] επίρρ. : (λόγ.) στην έκφραση ~ και παραχρήμα, (πλεοναστικά) την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή· πάραυτα, στη στιγμή.

[λόγ. < ελνστ. αὐθωρεί]

αυτοστιγμεί [aftostiγmí] επίρρ. : κατά την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή· αμέσως, στη στιγμή.

[λόγ. αυτο- + στιγμ(ή) -εί κατά το αυθωρεί]

παραχρήμα [paraxríma] επίρρ. : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση αυθωρεί* και ~.

[λόγ. < αρχ. παραχρῆμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες