Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθωρεί
1 εγγραφή
αυθωρεί [afθorí] επίρρ. : (λόγ.) στην έκφραση ~ και παραχρήμα, (πλεοναστικά) την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή· πάραυτα, στη στιγμή.

[λόγ. < ελνστ. αὐθωρεί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες