Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυθάδεια η [afθáδia] Ο27 : τρόπος ομιλίας και γενικότερα συμπεριφοράς που δείχνει έλλειψη ντροπής ή σεβασμού, περιφρόνηση προς κπ. ανώτερο ή προς κάποιες ηθικές αρχές· αναίδεια: Φοβερή / αχαρακτήριστη / ασυγχώρητη ~. Tον εξαγρίωνε η ~ των νεοτέρων του. Mιλώ με ~, αυθαδιάζω. Έχουν την ~ να περηφανεύονται για τις ατιμίες τους.
[λόγ. < αρχ. αὐθάδεια `ξεροκεφαλιά, αλαζονεία΄]



