Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ατυχής
1 item total
ατυχής -ής -ές [atixís] Ε10 : (λόγ., κυρ. για ενέργεια, γεγονός) άτυχος: ~ σύμπτωση / παρέμβαση. Aτυχές γεγονός, ατυχία. ατυχώς ΕΠIΡΡ κατά κακή τύχη, δυστυχώς.

[λόγ. < αρχ. ἀτυχής, ἀτυχῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go