Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άτρωτος -η -ο [átrotos] Ε5 : (λόγ.) που δεν μπορούν να τον χτυπήσουν, να τον πληγώσουν. ANT τρωτός. || (κυρ. μτφ.): Έμεινε ~ από τις συκοφαντίες. ~ από την ομορφιά της, ασυγκίνητος.
[λόγ. < αρχ. ἄτρωτος]