Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατενώς
1 εγγραφή
ατενής -ής -ές [atenís] Ε10 : (λόγ.) που είναι στραμμένος ευθεία μπροστά και μακριά: Aτενές βλέμμα. ατενώς ΕΠIΡΡ α. επίμονα, με προσήλωση. β. (γυμν.) παράγγελμα για επαναφορά στη στάση της προσοχής.

[λόγ. < αρχ. ἀτενής, ἀτενῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες