Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφυκτιώ
1 εγγραφή
ασφυκτιώ [asfiktió] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : παθαίνω ή αισθάνομαι ότι παθαίνω ασφυξία· δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, συνήθ. σε μεταφορική χρήση για τη δυσάρεστη αίσθηση εγκλεισμού, περιορισμού ή αποτελμάτωσης: Tο περιβάλλον της δουλειάς με κάνει να ~.

[λόγ. ασφυ κτ(ικός) -ιώ αναλ. προς τα αρχ. ἀγωνιῶ, ἰλιγγιῶ `παθαίνω ίλιγγο΄ (σφαλερή δημιουργία αντί ασφυξιώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες