Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστός
1 εγγραφή
αστός ο [astós] Ο17 θηλ. αστή [astí] Ο29 : 1.ο κάτοικος της πόλης, κυρίως ο κάτοικος των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. 2. (ιστ.) κατά το Mεσαίωνα, αυτός που ανήκε στη μεσαία τάξη των εμπόρων, των ναυτικών: Ο βασιλιάς στηρίχτηκε στους αστούς για να χτυπήσει τους ευγενείς. Mε τη γαλλική επανάσταση η εξουσία πέρασε στους αστούς. 3α. αυτός που, σύμφωνα με τη μαρξιστική ορολογία, ανήκει στην αστική τάξη, στο κοινωνικό στρώμα που κατέχει τα μέσα παραγωγής και χρησιμοποιεί εξαρτημένη μισθωτή εργασία: Aστοί και προλετάριοι. β. (συνήθ. ως επίθ.) αυτός που δέχεται την αστική ιδεολογία και υποστηρίζει την αστική τάξη: ~ πολιτικός / διανοούμενος / φιλόσοφος.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀστός· 2, 3: σημδ. γαλλ. bourgeois· λόγ. αστ(ός) -ή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες