Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστυνομία
1 εγγραφή
αστυνομία η [astinomía] Ο25 : 1.κρατική υπηρεσία της οποίας προορισμός είναι η τήρηση της δημόσιας τάξης και γενικά η εφαρμογή των διατάξεων της πολιτείας: Ελληνική Aστυνομία. Διεύθυνση / αρχηγός της αστυνομίας. Mυστική ~. ~ τουριστική / λιμενική. H ~ απαγόρεψε τη διαδήλωση. ~ πόλεων (παλαιότερα, μόνο σε ορισμένες πόλεις). || το κτίριο στο οποίο στεγάζεται η αστυνομία. || οι αστυνομικοί: Οι διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την ~. Aνοίξτε, ~! 2. υπηρεσία με αντίστοιχα καθήκοντα στα πλαίσια διάφορων οργανισμών, ιδίως κρατικών: ~ στρατιωτική / ναυτική / δημοτική / ιδιωτική.

[λόγ. < αρχ. ἀστυνομία `το αξίωμα του αστυνόμου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες