Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρίζω
1 εγγραφή
ασπρίζω [asprízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ. άσπρο ή το ξανακάνω άσπρο ή κάτασπρο: H χλωρίνη ασπρίζει τα ρούχα, τα λευκαίνει. || ~ τα αμύγδαλα, αφαιρώ το σκούρο περίβλημά τους. Aσπρισμένα αμύγδαλα. β. γίνομαι άσπρος: Άσπρισαν τα βουνά, καλύφτηκαν με χιόνι. Άσπρισαν τα μαλλιά του. Άσπρισε πρόωρα, άσπρισαν τα μαλλιά του. Άσπρισε δουλεύοντας, δούλεψε πολύ. Άσπρισε περιμένοντας τον άντρα της, τον περίμενε ως τα γεράματα. || Άσπρισε από το φόβο του, χλώμιασε. Άσπρισε το δέρμα μου / άσπρισα, το δέρμα μου έχασε το σκούρο χρώμα που δίνει ο ήλιος. ANT μαύρισα. 2. καλύπτω μια επιφάνεια με λευκό ασβέστη, ασβεστώνω: Θα ασπρίσω τον τοίχο / το ταβάνι. Όταν ασπριστεί το σπίτι θα μεταφέρουμε τα έπιπλα. || (επέκτ.): Άσπρισα το σπίτι, το έβαψα με υδρόχρωμα ή ελαιόχρωμα. 3. για κτ. που φαίνεται άσπρο: H θάλασσα άρχισε να ασπρίζει, να έχει άσπρα κύματα. Άσπρισε ο κάμπος από τις φουστανέλες.

[μσν. ασπρίζω < άσπρ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες