Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιμανδρίτης
1 εγγραφή
αρχιμανδρίτης ο [arximanδrítis] Ο10 : εκκλησιαστικός τίτλος που δίνεται σε άγαμο κληρικό που έχει το βαθμό του πρεσβύτερου και που μπορεί να δοθεί και σε χήρο ιερέα: Ο ~ φοράει επανωκαλήμαυχο και επιγονάτιο. || ηγούμενος μονής.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιμανδρίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες