Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρπάχτρα η [arpáxtra] Ο25 : (προφ.) για κπ. (άντρα ή γυναίκα) που έχει την τάση, τη συνήθεια να αρπάζει: Είναι μεγάλη ~, κλέφτης ή κλέφτρα.
[αρπακ- (αρπάζω) -τρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]